🦆 and cover

Η θεία η Σουλτάνα πάντοτε είχε το χούι να καλύπτει σχεδόν τα πάντα γύρω της.

Απάνω στην εντυπωσιακή τηλεόραση που κουβάλησε ο Σάκης ένα πρωινό, σχεδόν ίση σε μέγεθος με το παλιό καταψύκτη που έβαζαν τα κρέατα, υπήρχε ένα σεμεδάκι, διόλου διακριτικό που έξοχα κάλυπτε σχεδόν πάντα το πάνω μέσο της εικόνας και οδηγούσε το βλέμμα αναπόφευκτα σε εκείνη τη φωτογραφία που είχαν τραβήξει όλοι μαζί στο Κιουστεντίλ.

Είχαν περάσει φανταστικά τότε σε εκείνη την εκδρομή κι οι τέσσερις τους ακόμη την μνημόνευαν κι ας είχαν περάσει (πόσα;) χρόνια από τότε, όποτε μαζεύονταν να ψήσουν και να φάνε, συνήθειο που πύκνωνε το τελευταίο καιρό μιας και τα παιδιά είχαν πάρει το δρόμο τους, αφήνοντας τους πίσω. Κι οι ιστορίες που έλεγε ο ένας στον άλλο από εκείνο το ταξίδι ποτέ τους ίδιες δεν ήταν κι όλο κάτι άλλαζε και πρόσθετε ο καθένας και γελούσαν και νοσταλγούσαν και καμιά φορά, μπορεί να τραγουδούσαν, σαν κατάφερναν να τελειώσουν εκείνο το μπουκάλι τσίπουρο που όλο άδειαζε μα κι όλο γιόμιζε μαγικά.

Και οι ευχές για το γούρι έδιναν κι έπαιρναν κάθε φορά που ο Νικήτας έχυνε λίγο από το ποτό του, το χέρι του πάντοτε έδειχνε να τρέμει μα κανείς δεν του έδινε σημασία πια, μονάχα ο ίδιος και η Σουλτάνα χαμογελούσε, γελούσε και εξηγούσε, πάντοτε με τον ίδιο τόνο στη φωνή πως δεν την πείραζε, πως θα το έπλενε και θα γινόταν σαν καινούργιο και δεν ανησυχούσε καθώς είχε φροντίσει να το σκεπάσει νωρίτερα με το κάλυμμα που το προστάτευε από τέτοια μοιραία και αναπόφευκτα ατυχήματα.

Αναψοκοκκινισμένη από το ποτό και τη ζέστη, με εκείνα τα φουσκωτά ροδαλά μάγουλα που τα έβλεπες και ήθελες να τα τσιμπήσεις ή να τα δώσεις 2-3 μπάτσες έτσι πως έμοιαζαν να χάφτουν όλο της το πρόσωπο, σηκώθηκε κι έκλεισε τα καλοριφέρ που ζεμάταγαν απ’ το πρωί. Θα τα ξανάνοιγε ίσως το βράδυ, όταν θα κάθονταν μπαϊλντισμένοι πια να δουν ειδήσεις και μάλλον θα τα ξέχναγε ανοιχτά γιατί κανείς τους νηφάλιος δεν ήταν με μυαλό να τα σκεφτεί, καμία ανησυχία όμως μην τυχόν πυρώσουν, τα είχαν από καιρό σκεπάσει και τούτα με περίτεχνα ξύλινα καλύμματα που τους είχε φτιάξει ο αδερφός του Σάκη, σαν δώρο για τα βαφτίσια της 1ης, της «μεγάλης». Κρυμμένα εκεί μέσα στις φωλιές τους, ξεχασμένα κι εκείνα, μονάχα αντάλλαζαν αδιάκοπα ενέργεια με το περιβάλλον τους, αλλάζοντας σε χρώμα με τα χρόνια αφού κανείς δεν φρόντιζε να τους ρίξει ένα φρεσκάρισμα και να τα βάψει τόσο, όσο να ταιριάξουν με τα τοίχια του σπιτιού κι αν κάπου κάπου το θυμόταν η Σουλτάνα, το προσπερνούσε γιατί καλύμματα αφού, ποιος θα ασχολούταν τώρα με τούτα; Ίσως τώρα το Μάη που θα ‘βαφαν το σπίτι για τους αρραβώνες (επιτέλους κι η μικρή τους, μα τι χαρά κι αυτή:), ίσως κι όχι.

Την ίδια στιγμή που οι τέσσερις τους έπιναν κι έτρωγαν κι η κουβέντα τους περιστρεφόταν ξανά γύρω απ’ τα παιδιά, αφήνοντας τις πρότερες σημαντικές γεωπολιτικές αναλύσεις κατά μέρους, η «μικρή» που μόνο μικρή δεν ήταν πια, κατέβηκε τα σκαλιά του μπαρ για να βρεθεί στις τουαλέτες και καθώς κοιτάχτηκε στο καθρέφτη, χαμο-γελάστηκε κάπως αμυδρά κι ένοχα που ίσως να έκανε τη φίλη της να ζηλέψει με όλα τα νέα και τις εξελίξεις που μοιράστηκε μαζί της. ο Πέτρος, το σπίτι, έκατσε κι η νέα δουλειά, αλλιώτικο μέλλον άραγε; και πόσα καλά ακόμη ίσως θα ερχόντουσαν, αρκεί να μην την έπιανε το «μάτι»! Σκέφτηκε να πάρει τη μάνα της για να τη ξεματιάσει καλού κακού, αλλά τ’ άφησε για αργότερα που θα την έπαιρνε έτσι κι αλλιώς, για τις ευχές και για τα χρόνια τα πολλά και με όλες αυτές τις σκέψεις μπήκε στη τουαλέτα κι ούτε που πρόσεξε το καζανάκι εκείνο, πως να το πρόσεχε άλλωστε κρυμμένο κάτω από ‘κείνο το ξύλινο κάλυμμα, ούτε που κατάλαβε πως μέρος του δεν ήταν.

Η Όλγα, αφημένη, κοίταξε το κινητό της, ελπίζοντας σε ένα μήνυμα. Χωρίς να το ξέρει, εξακολουθούσε να έχει κι εκείνη ένα μικρό αλλά αλλιώτικο χαμόγελο, πιο αγαθό, τίμια καλοσυνάτο, καθώς είχε χαρεί στα αλήθεια με τα νέα της φίλης της. Σκέφτηκε πως επιτέλους τα πράγματα έπαιρναν το δρόμο τους για εκείνη, πόσο τυχερή; Πόσο ευτυχισμένη έδειχνε! Της άξιζαν τα καλύτερα, ήταν πάντοτε δυναμική κι ήξερε να αρπάζει κάθε ευκαιρία που της παρουσιαζόταν απ’ τα μαλλιά, όχι όπως η ίδια. Εκείνη λιγότερο ένιωθε όμορφη, λιγότερο ικανή, λιγότερο καλότυχη, έψαχνε ακόμη τόπο να πατήσει και να αφήσει, να ακουμπήσει όλα όσα τη βάραιναν και δεν την άφηναν στιγμή να ηρεμήσει. Δεν ήθελε πολλά, λιγάκι κι εκείνη, αυτό που λένε, να ευτυχίσει.

Μα ευγενική, καλόκαρδη, ψυχοπονιάρα από φύση, γρήγορα προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις από μέσα της και προσπάθησε να φανεί ανέμελη, ίχνος σκιάς στο μάτι να μη φανεί να αφήσει. Έπρεπε να είναι τουλάχιστον διασκεδαστική όταν θα επέστρεφε η Ελένη. Δεν το ένιωθε σωστό που η φίλη της, η κολλητή της μοιράστηκε τόσα καλά μαζί της κι εκείνη σκέφτηκε τον εαυτό της. Τι κι αν δεν ζήλεψε; Ένιωσε μικρόψυχη πως ήταν και γέμισε ενοχές που τόλμησε να θυμηθεί τη μοναξιά της. Δεν ήταν η ώρα, δεν ήταν ο τόπος και ο χρόνος ο σωστός, ούτε για εκείνη, ούτε για εκείνον που ακόμη μέσα της βολόδερνε και δεν έλεγε να φύγει, να εξαφανιστεί, τα λόγια του εναντίων της ακόμη μαχαίρια στη ψυχή. Αργότερα στο σπίτι όλα αυτά, στο άδειο εκείνο σπίτι που ναι μεν την έπνιγε αλλά τουλάχιστο την έκρυβε, τη σκέπαζε και δεν άφηνε να φανερωθούν οι στεναχώριες της. Εκεί που θα μπορούσε πια κουρνιάσει και να ‘ξαφανιστεί κάτω από ένα κάλυμμα κι αυτή.

Leave a comment