👉 εξπλενέισον απο βικιλεξικο: Ετυμολογία καζανάκι < καζάνι + -άκι Ουσιαστικό καζανάκι δοχείο της τουαλέτας από το οποίο ρέει νερό στη λεκάνη για να την καθαρίσει μετά από χρήση δεν χρειάζεται να τραβήξεις το καζανάκι αν πας μόνο για «ψιλό» Share this:TwitterFacebookLike Loading...