καζανάκι ρολοκουρτίνα

σήκωνε το κεφάλι και ξεφυσούσε καθώς δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Δεν τον ενόχλησε το σωληνωτό κάδρο της παροχής που προχωρούσε γύρω από τούτο το μηχανάκι, άλλωστε ήταν κάπως όμορφο έτσι που του ‘δίνε περίγραμμα, άλλωστε μάλλον ήταν από τα πολύ παλιά, πρότερα ίσως κι από το παλιό ποδηλατάδικο που βρίσκονταν εδώ, όσο ‘κείνες οι κουρτίνες από χαρτί υγείας, που στέκονταν πάνω απ’ το κεφάλι του, σαν χαρτοταινίες που φτύνουν νουμεράκια της σειράς σε τράπεζες κι αλλαντοπωλεία που σφύζουν από ζωή, ειδικά τα Σάββατα και τις αργίες, λες κι ο κόσμος σαν τελειώνει και σιωπά να ξεκουραστεί, όχι το πρώτο πράγμα που θέλει να αρπάξει, αλλά σίγουρα με μια εξασφαλισμένη, απο συνήθειο ή απο μεταλλο δευτεραθλητή, θέση στα πλέηοφ του καλαθιού του, είναι η σάρκα του κομμένη σε φετούλες, όχι πολύ λεπτές, όχι πολύ παχιές, -ναι να τα’αφησεις, τρακόσα, καλά είναι-.

άλλωστε «Σάββατο είναι και σήμερα» σκέφτηκε και κοίταξε το πρώτο ρολό απ’ τα χαρτιά υγείας που είχε κιόλας αδειάσει. »one man down, three yet to come amici miei» ψιθύρισε και φύσηξε τη μύτη του σε ένα απ’ τα υπόλοιπα που περίμεναν κι εκείνα με τη φορά τους, τη σειρά τους.

αλλεργία στους χίπστερ ήλπιζε, αλλά μάλλον ήταν στους αγνώστους.

πάτησε το μπουτόν τόσες φορές όσες κι οι μπύρες που έπινε ο βοηθός – ανιψιός του κάτω στο μπαρ για να βεβαιωθεί πως το ‘φτιαξε και δεν θα ξανά ανέβαινε εκείνες τις γαμημένες σκάλες, ζητώντας με κατανόηση, βιαστικές συγγνώμες σε ευτυχεσμένους πιτσιρικάδες που περίμεναν στην ουρά κι έπειτα κοίταξε απ’ τη μιά το ταγκαρισμένο ψεκαστικό ποτ μπουρί κι απ’ την άλλη το ολόλευκο καζανάκι που βρισκόταν στα μπρος και χάμω του.

χαμογέλασε κομμάτι ευχαριστημένος σαν κατάλαβε ότι τους ξέφυγε, όχι από λάθος αλλά ίσως απ’ αγνό νιώσιμο. Σπανίως έβλεπε συνθήματα, αφίσες ή αυτοκόλλητα (εκτός απο τις οδηγίες-αυτοκόλλητο, θεεμου τι σχαμερό χούι κι αυτό γαμώτη;) απάνω στα καζανάκια, λες κι οι μεθυσμένοι, σαν πρωτόβγαλτοι, μα ακόμη αισθηματίες, βουδισταί καλόγεροι, εκείνη τη στιγμή, ακόμη κι εκείνοι, διστάζουν για κάποιο λόγο να απλώσουν χέρι πάνω τους. Όχι από σέβας, μήτε από εκτίμηση, ίσως απλώς από τύχη, μια ρίψη, μια μπιλιά που ‘κατσε σε μιαν άκρη στη κατανομή. ποιός να ξέρει, άλλωστε είναι λιγάκι δύσκολα, αφηρημένα κι άπιαστα όλα αυτά.

ψυχαναγκαστικά ταίριαξε τα ρολά, “ισιώνοντας” τη παράταιρη, για ‘κείνον, κουρτίνα κι έπειτα πήρε τα σύνεργα του, βγαίνοντας γρήγορα να προλάβει τον άλλο κάτω, προτού μεθύσει πάλι και τον τραβολογά και τι θα πει στη μάνα του ξανά, «τι χάλια είναι τούτα πάλι;».

«παιδί είναι ακόμη ρε αδερφή, όλα του φαίνονται βουνό, άστονα λιγάκι να το βρει κι εσύ. Τι; α, όχι, δεν θα κάτσω, έχω δουλίτσες πιο μετά, κράτα το για Δευτέρα που θα περάσω να τον πάρω, νωρις το πρωί.»

2 thoughts on “καζανάκι ρολοκουρτίνα

  1. Καλησπέρα ntripod! Ευχαριστούμε για το έργο που έχεις φτιάξει στο youtube με όλα αυτά τα υπέροχα βίντεο!!μήπως γνωρίζεις που μπορούμε να βρούμε το βιβλίο ΄΄Πιστοποιητικό Αγνότητας΄΄ ??συγνώμη για το off topic

    1. κανένα οφτόπικ, μη το σκέφτεσαι καν και να ‘σαι καλά. Δυστυχώς Σισυφε δεν υπάρχουν πλέον, στα χέρια μας τουλάχιστον απο όσο γνωρίζω, άλλα βιβλία. Ο μύθος λέει πως αρκετά βιβλία “αφέθηκαν” στη ζούλα, στα κρυφά, ανάμεσα σε άλλα, απο τους αρχαίους τους τρας σε γνωστά παζάρια με άγνωστη τη τύχη τους. Κάνε ένα κόπο και ψάξε, στο τέλος όλο και κάτι θα βρεθεί.

Leave a comment