ένα αντάμωμα, σε ένα καζανάκι απάνω

Μετράει τα χρόνια, μετράει τις πληγές της, σημάδια πάνω στο κορμί της, ολάκερος καμβάς που δεν χωράει την ιστορία της μα ούτε καν τις σκέψεις της, όλα όσα βλέπει και αισθάνεται κάθε στιγμή, μοιάζει ένα δεύτερο για όλους εμάς, μα για κείνη μια ολόκληρη ζωή, μια αλλιώτικη οπτική, στα πάντα μαλάκα ενώ οι υπόλοιποι δεν βλέπουμε μακρύτερα απ’ την ομίχλη που βγάζουν τα χνώτα μας για να κολακεύουμε τους εαυτούς μας.

Διαλέγει χρώματα, σχήματα, όμορφα κοσμήματα και τα ταιριάζει όπως τ’αρμόζει, όχι από ναρκισσισμό, αλλά απ’ αγάπη για το όμορφο, για το κάλλος εκείνο το αριστοτελικό, το παρερμηνευμένο, εκείνο που χάθηκε στα βάθη του χρόνου και που ποδοπατήθηκε όταν ανταλλάξαμε το πρόσκαιρο μακάριο τέλος για μια αιωνιότητα ψεύτικη, λες κι αν συνεχίζαμε κάπου αλλιώτικα κάτι θα αλλάζαμε. Σιγά. Ούτε καν.

Δεν ψάχνει απαντήσεις, δεν έχει ερωτήσεις, μοιάζει απλώς να αγναντεύει οτιδήποτε τη συναρπάζει, καταφέρνοντας να ανακαλύπτει ότι πιο υπέροχο εκεί που άλλοι πετάνε το χρόνο τους, σαν τα σκουπίδια, αναζητώντας δίχως σταματημο μια στάλα έστω έμπνευση, λίγη γαμημένη ανακούφιση από το λευκό θόρυβο που σκεπάζει αυτό το μέρος, μια πόλη όμορφη μα και σκληρή με μια βοή αλλιώτικη απ’ τις άλλες που αλλοιώνει και μπερδεύει τα πάντα.

Μέσα σε μια σιωπή, μέσα σε μια μικρούλα τοσοδά στιγμή, σε ένα τσιγάρο απάνω στα σκοτάδια ενός μπαλκονιού, πηγαίνει σε εκείνο το μέρος που τη καλοδέχεται κι ας τη πικραίνει κάπου κάπου, μονάχα δικό της, εκείνη το έπλασε, εκείνη το έντυσε, δική της καβάτζα, καταφύγιο από όλα όσα αναγκάζεται να υπομείνει για να ταιριάξει έστω στην επιβίωση.

Στα αυτιά της ακόμη αντηχούν οι λέξεις εκείνου, κι ακόμη και σαν συμπέρασμα απ’τα λογια ενός μαλάκα που δεν άξιζε πιότερο από μια πρώτη ανάσα έξω απ’ το νερό, είναι η καρδιά της τέτοια που δεν χωρά άλλη ήττα κι ας τις αγκαλιάζει. Θέλει μονάχα να δίνει, θέλει μονάχα να αγαπά με όλο της το είναι μα δεν την αφήνουν. Θέλει να χαρίζει όλη την ομορφιά που βλέπει μα δεν ξέρει τον τρόπο, δεν ξέρει πως διάολο θα μεταφράσει όλα εκείνα που νιώθει σε μια γλώσσα που δεν μπορεί να μάθει.

Ψάχνοντας να κάνει ένα τσιγάρο, σε ένα διάλλειμα απάνω, συνάντησε το φίλο μας από δω που τη περίμενε. Απλός, λιτός, αν κι ίσως όχι τόσο απέριττος με τα ξύλινα καπάκια του, τα σέα του, τα μέα του κι όλα εκείνα τα συνοδευτικά στο πλάι, αρωματικά του. Αντάμωσαν ένα απόγευμα προτού εκείνη φύγει, βιαστική, να συνεχίσει το υπόλοιπο, ρεπετασιόν να βγει η μέρα, να ‘ρθει το βράδυ, να πάρει μια ανάσα, μια χούφτα ποτά και δυο καπνούς στο στήθος.

71287543_393840124649318_5486167125401796608_n

 

 

 

Leave a comment