yet another καζανάκι, αράζει πετσούλα στο Κουκάκι

Μια παρέα, 5 τύποι που μαζεύτηκαν για να δουν τάχα μου μπάλα αν κι έκαστος σκαστός από κάπου, άλλος απ’ τη φρίκη του, άλλος απ’ τη ζωή του κι άλλος απ’ το χρόνο που αδυσώπητα πιστεύει πως είναι στο κατόπι του, μια ανάσα από το σβέρκο του, δεν προλαβαίνει, τίποτα δεν προφταίνει, γαμώτο δεν τον φτάνει η ώρα πια.

Μια γυναίκα που δείχνει να νιώθει ταραχή κι ας χαμογελάει σε κάποιους που της μιλάνε καθώς στέκεται στη πόρτα, περιμένει και πάντα καρτερά με ένα πόδι ήδη έτοιμο να πατήσει στην έξοδο, δεν φοβάται τίποτα περισσότερο από μια σκιά που την ακολουθεί κι εκείνη κρύβεται μέσα σε αυτό το μαγαζί, μέχρι να τρέξει μακριά κι έπειτα να επιστρέψει, πάντοτε κυνηγημένη από έναν αόρατο εχθρό, δεν τον έχει δει καν ποτέ, μονάχα νιώθει και ξέρει πως δεν πρέπει να την αγγίξει στον ωμο.

Δύο κορίτσια, πιτσιρίκια στα είκοσι και κάτι ψιλούδια plus, ήρθαν να ανταμώσουν, όχι μεταξύ τους αλλά καθεμιά με το είδωλο της αλληνής, καθρέφτης του εαυτού της αλλά και τους θαμώνες-θαυμαστές τους, ομορφα, μα επιτηδευμένα, γίνονται ένα με τις φθηνές ξύλινες καρέκλες, ανταλλάσσοντας μικρές ιστορίες της ημέρας τους, κοιτάζοντάς όμως συνεχώς με την άκρη τους ματιού τους  τον περίγυρο, ψάχνοντάς πεινασμένες για τα βλέμματα των άλλων, καθώς οι σάρκες τους είναι ακόμη τόσο ζωντανές που το μυαλό δεν μπορεί να τις ελέγξει.

Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, πιασμένοι απ’ το χεράκι, ήρθε να κάνουν παρέα, όχι με τους υπόλοιπους αλλά μεταξύ  τους, μαζί όπως ήταν από πάντοτε, ίσως κι από πριν γνωριστούν, «τότε, θυμάσαι;» σκέφτεται εκείνη καθώς τον βαστά να καθίσει, σε ένα κομμάτι του χρόνου που δεν υπάρχει πουθενά εκτός από μέσα τους. Εκείνος θέλει να δει τον Παναθηναϊκό του, εκείνη θα λύσει σταυρόλεξα πλάι του, κοιτάζοντας τον κάπου κάπου αν είναι καλά. Δείχνει καλά, είναι όμορφη βραδιά, άραγες τι να κάνουν τα παιδιά; Δεν πήραν ένα τηλέφωνο…

Και στο υπόγειο του μαγαζιού, ένα απομεινάρι από κάποιο στόρι που πέρασε αλλά δεν πέτυχε, ένα πλαστικό καζανάκι που παραδόξως κατάφερε να επιβιώσει μιας επερχόμενης κι αναπόφευκτης πρόχειρης ανακαίνισης, παίρνοντας παράταση μέχρι το αφεντικό να πιάσει 2 δραχμές στα χέρια του, εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί, κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα, αυτό που το μάθανε, για αυτό που το φτιάξανε. Περιμένοντας ήρεμο, καθώς ξέρει πως όλοι εκείνοι κι εκείνες απάνω δεν το παρατηρούν, δεν το ενοχλούν και δεν περιμένουν τίποτα περισσότερο από όσα μπορεί να τους δώσει, ένα μπουτόν και έναν υγρό αποχαιρετισμό σε όποιον έρχεται και φεύγει.

Και αράζει τη πέτσα του, εκεί, ήρεμο και γιομάτο, ρούπι δεν σαλεύει σε μια γειτονιά που όλο αλλαζει απ’  αταιριαστους ανθρώπους, σε μια γωνιά που μοιάζει πολλά πολλά να μη γυρεύει.

Leave a comment